μελισσοτρόφος — ο αυτός που ασχολείται με τη διατροφή των μελισσών, ο μελισσοκόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… … Dictionary of Greek
μελισσοκόμος — ο (Α μελισσοκόμος και αττ. τ. μελιττοκόμος) αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη μελισσοκομία, μελισσοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κόμος (< κομῶ), πρβλ. γηρο κόμος, ιππο κόμος] … Dictionary of Greek
μελισσοτροφία — η η τέχνη και το έργο τού μελισσουργού, μελισσουργία, μελισσοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελισσοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Κ. Φραριέρο] … Dictionary of Greek
μελισσοτροφείο — το [μελισσοτρόφος] τόπος όπου εκτρέφονται μέλισσες, μελισσουργείο, μελισσοκομείο, μελισσώνας … Dictionary of Greek
μελισσοτροφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μελισσοτροφία («μελισσοτροφικές μέθοδοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελισσοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
μελισσοτρόφιον — και αττ. τ. μελιττοτρόφιον, τὸ (Α) [μελισσοτρόφος] μελισσώνας … Dictionary of Greek
μελιττοτρόφος — μελιττοτρόφος, ον (Α) (αττ.τ.) βλ. μελισσοτρόφος … Dictionary of Greek
μελισσοκόμος — ο αυτός που ασχολείται με τη μελισσοκομία, τη διατροφή και την εκμετάλλευση των μελισσών, ο μελισσοτρόφος, ο μελισσουργός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)